διειρόμενον

διειρόμενον
διείρομαι
pres part mp masc acc sg (epic ionic)
διείρομαι
pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic ionic)
διείρω
pass
pres part mp masc acc sg
διείρω
pass
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”